-
1 ἐκκόπτω
A cut out, knock out,τοὺς γομφίους Phryn.Com.68
;τῶν ἑρπετῶν ἐξέκοψε τὸ φθέγμα Call.Iamb.1.163
:—[voice] Pass., ἢν..τωφθαλμὼ' κκοπῇς have your eyes knocked out, Ar.Av. 342 ;τὸν ὀφθαλμὸν ἐκκεκομμένος D.18.67
; ἐξεκέκοπτο τὴν φωνήν had lost his voice, Luc.JTr.16.2 cut [trees] out of a wood, fell, Hdt.6.37 ([voice] Pass.), 9.97, Th.6.99, etc. ;δένδρα ἐκκεκόφασι X.HG6.5.37
; παράδεισον laid waste the park, Id.An.1.4.10 ;χωρία D.H.8.87
;νήσους καὶ πόλεις Plu.Pomp.24
: hence,b metaph., cut off, make an end of,τοὺς ἄνδρας Hdt.4.110
; ἐ. φενακισμόν, ἱεροσυλίαν, Din.2.4, Is.8.39 ; eradicate abuses, OGI669.64 (Egypt, i A.D.) ;τὴν αἰσθητικὴν ἐνέργειαν Arist.PA 656b5
; extirpate, [ λύπας] Diog.Oen.2 :—[voice] Pass.,ἡ θρασύτης ἐξεκέκοπτο Pl.Chrm. 155c
.3 as military term, beat off, repulse,τὰς ἀκροβολίσεις X.Cyr.6.2.15
;τοὺς ἐπὶ τῷ λόφῳ Id.HG7.4.26
.4 win, in throwing the dice, Alex.44, Menecr.ID.:— [voice] Pass., to be ruined at play, Hsch.5ἐ. θύρας
break open,Lys.
3.6 ;οἰκίαν ἐ. Plb.4.3.10
.6 cut out or erase an inscription, SIG38.38 (Teos, V B.C.), Arist.Rh. 1400a33 ;οὐδενὶ ἐξέσται..γράμμα ἐκκόψαι CIG3028
([place name] Ephesus), al. ;ἐ. τὴν χεῖρα Ev.Matt.5.30
; cut out, as a surgeon does, Luc.Cat.24.7 coin, stamp money, D.S.11.26.b metaph., φαντασίαν ἐ. ὡς.. Phld.Lib.p.56 O. ; γένη οὐκ ἐκκοπτόμενα ἰδίοις τέλεσι genders not marked by different terminations, A.D. Synt.104.23 ; ἐ. ἀναφθέγματα coin expressions, Phld.D.3.14.8 hinder, bring to a stop, PAlex.4.1 (iii B.C.), Vett.Val.268.6.II intr., pause, come to a stop, Id.260.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκόπτω
-
2 παραβάλλω
A throw beside or by, throw to one, as fodder to horses,παρὰ δέ σφισι βάλλετ' ἐδωδήν Il.8.504
, cf. 5.369;πὰρ δ' ἔβαλον ζειάς Od.4.41
;π. [τοῖς ἵπποις] ἀμβροσίαν Pl.Phdr. 247e
;π. τοὺς ἀνθρώπους τοῖς ὄχλοις Plb.38.17.2
; πυρὶ φρύγανα π. add fuel to the flame, Arr.Epict.2.18.5, cf. 2.18.12:— [voice] Pass., παραβληθῆναι [τοῖς θηρίοις] D.C.59.10; τάριχος.. ἀπόνως παραβεβλημένον thrown carelessly before people, Ar.Fr. 333:—[voice] Med., μάζας ἐπὶ κάλαμον παραβαλλόμενοι ordering them to be served up, Pl.R. 372b.3 cast in one's teeth,τινί τι Aeschin.3.189
; object, offer in rejoinder,τῷ πρώτῳ -βληθήσεται τοιοῦτος λόγος Phld.Ir.p.95
W.II expose, παρέβαλέν τ' ἐμὲ παρὰ γένος ἀνόσιον put me in their power, Ar.Av. 333 (lyr.);τῇ τύχῃ.. αὑτὸν π. Philippid.6
(v.l. for προ-) ; ἂν δ' ἀληθινὸν σαυτὸν παραβάλλῃς if you present, show yourself.., Posidipp.26:—freq. in [voice] Med., expose oneself or what is one's own to hazard or danger, αἰὲν ἐμὴν ψυχὴν παραβαλλόμενος πολεμίζειν risking it in war, Il.9.322; π. τὰ τέκνα risk the lives of one's children, Hdt.7.10.θ; παῖδας Th.2.44
; πλείω παραβαλλόμενοι having greater interests at stake, Id.3.65;οὐκ ἴσα π. X.Cyr.2.3.11
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense, Λακεδαιμονίοις πλεῖστον δὴ παραβεβλημένοι having risked far the most upon them, Th.5.113; also ; venture,πρὸς τὴν θάλατταν ὅταν -βάλωνται Plb.1.37.9
;π. καὶ τολμᾶν Id.18.53.2
: c. dat.,π. τοῖς ὅλοις Id.2.26.6
;τῷ βίῳ IG12(3).1286.22
([place name] Astypalaea): c. inf., venture to do, Plu.Pel.8:—[voice] Pass., παραβεβλημένον τι εἰπεῖν make an unguarded statement, Philostr.VA4.42.b in wagering, deposit one's stake, Plu.Cat.Mi.44.2 [voice] Pass., c. dat., to be given up to, .III set beside or parallel with, Arist.PA 668a17 ([voice] Pass.), cf. Rh. 1419b35; Εὔβοια τῇ ἠπείρῳ παραβεβλημένη lying parallel with, Str.9.1.22: hence,2 compare one with another, Isoc.9.34, etc.;τι παρά τι Pl.Grg. 472c
; π. [ἵππον] ἵππῳ match one against another, X.Eq.9.8:—in [voice] Med., παραβάλλομαί σοι (sc. ὄρνιθι) θρήνους I set my songs against.., E.IT 1094 (lyr.): abs., παραβαλλόμεναι vying with one another, Id.Andr. 289 (lyr.); [ἀφορμὰς] αἷς οὔτε Ἁρμόδιος παραβεβλήσεται Philostr.VA5.34
:—freq. in [voice] Pass.,π. τινί Hdt.4.198
;πρός τι Hp.Art.51
, X.Mem.2.4.5; ; ἀπάτα δ' ἀπάταις παραβαλλομένα one piece of treachery set against another, S.OC 231 (lyr.).3 bring alongside, in [voice] Med., τὴν ἄκατον παραβάλλου bring your boat alongside, heave to, Ar.Eq. 762;ἐφόλκιον Plu.Pomp.73
; alsoπ. τὼ κωπίω Ar.Ra. 269
: abs., παραβαλοῦ ib. 180: metaph., παραβάλλου λοιδορῶν avast with your abuse! Plu.2.711d.IV throw, turn, bend sideways, ὄμμα π. θύννου δίκην cast it askance, A.Fr. 308; ;τὠφθαλμὼ παραβάλλεις Id.Nu. 362
(referred to by Pl.Smp. 221b);π. τὸ ἕτερον οὖς πλάγιον X.Cyn.5.32
; π. τὰ ὦτα apply one's ears to listen, Pl.R. 531a;παραβαλὼν τὴν κεφαλήν Id.Phd. 103a
; Ἡρακλεῖ στόμα π. lend one's mouth to Heracles, i.e. join in his praise, Pi.P.9.87 (v.l. περιβ-) ; π. τοὺς γομφίους lay to one's grinders, Ar. Pax34; π. τὸ θύριον τοῦ λόγου, metaph., put to the door.., close it, Plu.2.94 of.VI in [voice] Med., deceive, betray, Id.1.108, Th.1.133, Alc.Com.30 ([voice] Act. in the same sense, Hsch.; cf. παραβαλλέταιρος).VII Geom., π. παρά .. apply a figure to a finite line,παραλληλόγραμμον π. παρὰ εὐθεῖαν Euc.6.27
, cf. Archim.Aequil.2.1.2 since to apply an area xy to a line of length x is to divide xy by x, π. = divide,τι παρά τι Dioph.5.10
, al.; cf. παρά C. 1.4c.B intr., come near, approach, Pl.Ly. 203b, PPetr.3p.102 (iii B. C.), etc.; enter, Arist.Pol. 1331a34; π. ἀλλήλοις meet one another, Pl.R. 556c; f.l. for περιβάλῃ, ib. 499b; was a pupil ofA.
, Plu.2.846f.II go by sea, cross over,παρέβαλε νηυσὶ ἰθὺ Σκιάθου Hdt.7.179
, cf. Philipp. ap. D.12.16, Arist.Mir. 836a29; of ships,ναῦς Πελοποννησίων ἐς Ἰωνίαν π. Th.3.32
.III come alongside, bring to, ; παραβαλόντες τῇ πεντήρει having come alongside of her, in a sea-fight, Plb.15.2.12, cf. 1.22.9: generally, come to land, of quails, Arist.HA 597b15:—in [voice] Med., put in,πρός τινας Philostr. VA6.16
.IV metaph., direct one's course towards,εἰς ἡδονάς Arist.EN 1153b34
.V Astrol., to be in the same right ascension as, c. dat., Cat.Cod.Astr.1.113, 5(1).188.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβάλλω
См. также в других словарях:
παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… … Dictionary of Greek
πίθηκοι — Θηλαστικά διάφορων διαστάσεων και μορφών, που αποτελούν την τάξη των πρωτευόντων. Το κρανίο τους χαρακτηρίζεται από το ότι έχει τις κογχιακές κοιλότητες καθαρά ξεχωριστές από τις κροταφικές και στραμμένες προς τα εμπρός. Η οδοντοφυΐα είναι πλήρης … Dictionary of Greek
θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… … Dictionary of Greek
πλατύρρινοι — Υποτάξη πιθήκων μέσου ή μικρού μεγέθους, που χαρακτηρίζονται από το πλάτος του ρινικού διαφράγματος και την απουσία γναθικών θυλάκων και τυλώσεων στα οπίσθια. Έχουν το μεγάλο δάχτυλο ελαφρά ή και καθόλου αντίθετο και ουρά ποικίλου μήκους,… … Dictionary of Greek
σαρκοφάγα — Τάξη αρπακτικών θηλαστικών που κυρίως τρέφονται με κρέας. Τα σ., που είναι διαδομένα σε όλη την υδρόγειο, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αν και διαφέρουν κατά τις διαστάσεις και τις μορφές, έχουν κοινά μερικά κύρια χαρακτηριστικά. Η … Dictionary of Greek
μουστελίδες — (mustelidae). Μεγάλη οικογένεια θηλαστικών της τάξης των σαρκοβόρων. Το μήκος των ζώων αυτών ποικίλλει ανάλογα με το είδος από 0,20 έως 1,50 μ.· το σώμα τους έχει σχήμα επίμηκες και καλύπτεται με πυκνό και απαλό τρίχωμα· τα πόδια έχουν 5 δάχτυλα … Dictionary of Greek
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
ρινόκερος — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται πέντε είδη μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, της οικογένειας των Ρινοκεροντιδών, της τάξης των περιττοδάκτυλων*. Τα ζώα αυτά ανήκουν σε τέσσερα γένη, δύο από τα οποία ζουν στην Αφρική, Ν της Σαχάρας, και δύο… … Dictionary of Greek